στιφρός — ή, ό / στιφρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν συμπαγής, σφιχτός, σφιχτοδεμένος (α. «στιφρό πέτρωμα» το πέτρωμα τού οποίου τα συστατικά αποτελούν ομοιόμορφη μάζα β. «σάρκα στιφράν», Αριστοτ. γ. «καυλὸς σαρκώδης καὶ στιφρός», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
δετός — ή, ό (AM δετός, ή, όν) [δω (δέω)] 1. αυτός ο οποίος μπορεί να δεθεί ή να συνδεθεί 2. ο δεμένος, ο δέσμιος νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο δετός είδος χορού που τον χορεύουν πολλοί μαζί συμπλέκοντας τα χέρια 2. (για το σώμα και τα σαρκώδη μέλη του) ο … Dictionary of Greek
κατάσφιχτος — και κατάσφιγκτος, η, ο (Μ κατάσφιγκτος, ον) [κατασφίγγω] πάρα πολύ σφιγμένος, σφιχτοδεμένος … Dictionary of Greek
μεστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους 37 μάρτυρες της περιόδου των Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) στη Βιζύη και στη Φιλιππούπολη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Αυγούστου. * * * ή, ό (ΑM μεστός, ή, όν) πλήρης,… … Dictionary of Greek
σφιχτοδένω — Ν 1. δένω σφιχτά 2. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) σφιχτοδεμένος, η, ο αυτός που έχει σφριγηλό σώμα, σφριγηλούς μυς, σε αντιδιαστολή με τον πλαδαρό ή χαλαρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + δένω] … Dictionary of Greek
νερουλιάζω — νερούλιασα, νερουλιασμένος 1. αμτβ., γίνομαι νερουλός. 2. είμαι ή γίνομαι πλαδαρός (όχι σφιχτοδεμένος): Νερουλιασμένα μπράτσα. 3. μτφ., δεν είμαι γερός, στέρεος, σωστός, δεν μπορώ να σκεφτώ, ανοηταίνω: Νερούλιασε το μυαλό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)